ἰσό-πλευρος
1ισοπληθόπλευρος — ἰσοπληθόπλευρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο αριθμό πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοπληθής + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, χρυσό πλευρος] …
2εύπλευρος — η, ο (Α εὔπλευρος, ον) αυτός που έχει ισχυρές πλευρές 2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος)] …
3ημίπλευρος — ον ἡμίπλευρος (Α) κομμένος σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλευρος < πλευρά (πρβλ. ά πλευρος, ισό πλευρος)] …
4θεόπλευρος — θεόπλευρος, ον (AM) 1. αυτός που βρίσκεται στο πλευρό τού θεού 2. (για τη λόγχη) αυτός που διαπερνά το πλευρό τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος] …
5πολύπλευρος — η, ο / πολύπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα») νεοελλ. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον το φυτό… …
6στρογγυλόπλευρος — ον, Α (για χέλι) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος] …
7ισόπλευρος — η, ο (Α ἰσόπλευρος, ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο») αρχ. 1) (για αριθμό) τετράγωνος 2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος. επίρρ... ἰσοπλεύρως (Α) με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + …