ἰσχῡρόν
1ἰσχυρόν — ἰσχῡρόν , ἰσχυρός strong masc acc sg ἰσχῡρόν , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc sg …
2ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …
3δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… …
4древний — ст. слав. древл̂ьн̂ь, древьн̂ь ἀρχαῖος; см. также предыдущее. Возм., из *dreu̯os, ср. гот. triggws верный , греч. δροόν ̇ ἰσχυρόν (Гесихий), а также лит. drẽvė дуплистый ствол дерева, улей , лтш. dreve улей, выдолбленное дерево ; другая ступень …
5здоровый — здоров, ова, нар. здорово, укр. здоровий, др. русск. съдоровъ, ст. слав. съдравъ ὑγιής, болг. здрав, сербохорв. здра̏в, здра̏ва, словен. zdràv, zdrava, чеш., слвц. zdravy, польск. zdrowy. Праслав. *sъdorvъ, где sъ = др. инд. su хороший (Бодуэн… …
6страда — сенокос, жатва, тяжелая работа , арханг. (Подв.), вологодск., владим., псковск. (Даль), страдать, аю, также стражду (цслав.), диал. страдать косить сено, собирать урожай , арханг. (Подв.), др. русск. страдати стараться, добиваться , страдалъ за… …
7επαμπέχω — ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α) 1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.) 2. μέσ. ἐπαμπέχομαι καλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ. β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται»,… …
8ερίσφηλος — ἐρίσφηλος, ον (Α) (επίθ. τού Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς σφηλόν γάρ τό ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή τής λ. στο ρ. σφάλλω] …
9ευστέγαστος — η, ο (Α εὐστέγαστος, ον) 1. ο στεγασμένος, ο σκεπασμένος καλά («πρός τε τὸ ἰσχυρὸν καὶ εὐστέγαστον αὐτῆς», Δίων. Κάσσ. β. «ευστέγαστο περίπτερο») νεοελλ. αυτός που μπορεί να στεγαστεί εύκολα …
10εύινος — εὔινος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»] …