ἰσχάς
1ἰσχάς — dried fig fem nom sg …
2ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και …
3ἰσχάδα — ἰσχάς dried fig fem acc sg …
4ἰσχάδας — ἰσχάς dried fig fem acc pl …
5ἰσχάδες — ἰσχάς dried fig fem nom/voc pl …
6ἰσχάδι — ἰσχάς dried fig fem dat sg …
7ἰσχάδος — ἰσχάς dried fig fem gen sg …
8ἰσχάδων — ἰσχάς dried fig fem gen pl …
9ἰσχάσι — ἰσχάς dried fig fem dat pl …
10ἰσχάσιν — ἰσχάς dried fig fem dat pl …
Страницы