ἰσχνός
91ισχνομυθία — ἰσχνομυθία, ή (ΑΜ) 1. η λεπτότητα και καθαρότητα τών επιχειρημάτων 2. ελάττωμα στην ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + μυθία (< μυθος < μύθος), πρβλ. ακριτο μυθία, στιχο μυθία] …
92ισχνομυθώ — ἰσχυομυθῶ, έω (Α) επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + μυθῶ (< μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρο μυθώ, σεμνο μυθώ] …
93ισχνοπάρειος — ἰσχνοπάρειος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πάρειος (< πα ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] …
94ισχνοποιός — ἰσχνοποιός, όν (Μ) αυτός που καθιστά κάτι ισχνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, θερμο ποιός] …
95ισχνοσκελής — ἰσχνοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, μακρο σκελής] …
96ισχνουργής — ἰσχνουργής, ές (Α) λεπτοδουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] …
97ισχνόκωλος — ἰσχνόκωλος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κῶλον] …
98ισχνόπους — ἰσχνόπους, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει λεπτές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πούς] …
99ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …
100ισχνότητα — η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός] αδυναμία, λιποσαρκία νεοελλ. 1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια 2. μετριότητα, ασημαντότητα μσν. αρχ. 1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα 2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή …