ἰσχνός
81επίρρικνος — ἐπίρρικνος, ον (Α) [ρικνός] αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.) …
82ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… …
83ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και …
84ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …
85ισχαλέος — ἰσχαλέος, α, ον (ποιητ. τ.) (Α) 1. πολύ λεπτός 2. πολύ μικρός, μηδαμινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός* και εμφανίζει επίθημα αλέος*] …
86ισχναλέος — ἰσχναλέος, α, ον (Μ) ο ισχαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + αλέος*] …
87ισχνογάστωρ — ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α) (για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ, μεγαλο γάστωρ] …
88ισχνοεπής — ἰσχνοεπής, ές (Μ) αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο επής, αμετρο επής] …
89ισχνολέσχης — ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ) λεπτολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυ λέσχης, στενο λέσχης] …
90ισχνολόγος — ἰσχνολόγος, ὁ (Α) αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο λόγος, ψευδο λόγος] …