ἰσχνός
51περιισχναίνομαι — Α γίνομαι πάρα πολύ ισχνός, αδυνατίζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + ἰσχναίνομαι (< ἰσχνός)] …
52προϊσχναίνω — Α γίνομαι προηγουμένως ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰσχναίνω (< ἰσχνός «αδύνατος»)] …
53σκληφρός — ά, όν, Α ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *σκελη τού σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ.… …
54σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …
55σπινός — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …
56ύπισχνος — ον, Α κάπως ισχνός, κάπως λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχνός] …
57ἰσχνοτάτας — ἰσχνοτάτᾱς , ἰσχνός dry fem acc superl pl ἰσχνοτάτᾱς , ἰσχνός dry fem gen superl sg (doric aeolic) …
58ἰσχνοτέρα — ἰσχνοτέρᾱ , ἰσχνός dry fem nom/voc/acc comp dual ἰσχνοτέρᾱ , ἰσχνός dry fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
59ἰσχνοτέρας — ἰσχνοτέρᾱς , ἰσχνός dry fem acc comp pl ἰσχνοτέρᾱς , ἰσχνός dry fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
60либивый — либивой хилый, слабый , либив, а, либоватый невзрачный, незаметный , др. русск., цслав. либивъ, либѣвъ λεπτός, gracilis, др. чеш. libivy, liběvy худой , кашуб. leby – то же. Родственно лит. liebas хилый; тощий (напр. о лошади) , другая ступень… …