ἰσχνός
121λεπτουργής — ές (Α λεπτουργής, ές) επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.) αρχ. λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεπτο Fεργής με… …
122λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …
123λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] …
124λεπτόσωμος — η, ο (AM λεπτόσωμος, ον) αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών 2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία μσν. (για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση …
125λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… …
126λιγνός — η, ό (Μ λιγνός, ή, όν) λεπτός, ισχνός, αδύνατος μσν. 1. μακρόστενος 2. (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτό σκαρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέγνος] …
127λιμαγχώ — λιμαγχῶ, έω (Α) παθ. λιμαγχοῡμαι, έομαι εξασθενώ, γίνομαι αδύνατος, ισχνός από την πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίμαγχος< λιμός + αγχος (< ἄγχω «στραγγαλίζω, πνίγω, συσφίγγω»] …
128λιμαλέος — λιμαλέος, α, ον (Α) πειναλέος, καταβεβλημένος από πείνα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος)] …