ἰσχνός

  • 111κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 112καρκαλέτσος — ο και καρκαλέτσι, το 1. είδος ακρίδας 2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωπος ψηλός και ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. karkalets] …

    Dictionary of Greek

  • 113κατασκελής — κατασκελής, ές (Α) 1. (για ύφος) ισχνός, αδύνατος («κατασκελὴς φράσις», Διον. Αλ.) 2. δύσκολος («κατασκελὴς μέθοδος», Πτολ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκελές η ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκελής (< σκέλλομαι «ξηραίνομαι»). Η αναγωγή… …

    Dictionary of Greek

  • 114κοκαλιάρης — και κοκκαλιάρης, α, ικο και κοκ(κ)αλιάρικος, η, ο [κόκαλο] πολύ αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος …

    Dictionary of Greek

  • 115λαγαρώδης — λαγαρώδης, ῶδες (Α) [λαγαρός] ισχνός, μακρουλός …

    Dictionary of Greek

  • 116λειανοκάμωτος — η, ο και λιανοκαμωμένος, η, ο λεπτοκαμωμένος, ισχνός, λιγνός …

    Dictionary of Greek

  • 117λειανός — ή, ό 1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα») 2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά κέρματα, ψιλά 3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. ανός,… …

    Dictionary of Greek

  • 118λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… …

    Dictionary of Greek

  • 119λεπτοειδής — λεπτοειδής, ές (Μ) λεπτός, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 120λεπτοκαμωμένος — η, ο 1. λεπτός, ισχνός, αδύνατος, λεπτεπίλεπτος 2. αυτός που έχει ασθενική κράση, φιλάσθενος 3. φτειαγμένος με λεπτότητα, λεπτοδουλεμένος 4. εξεζητημένος στους τρόπους και στην εμφάνιση …

    Dictionary of Greek