ἰσχνός
101ισχνόφωνος — η, ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, ον, θηλ. και η) (για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή αρχ. 1. τραυλός 2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. επίρρ... ἰσχνοφώνως (Α) με αδύνατη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + φωνος (< φωνή), πρβλ.… …
102ισχνώ — ἰσχνῶ, όω (Α) [ισχνός] κάνω κάτι ξηρό, ξηραίνω …
103κάναβος — ο (Α κάναβος και κάνναβος) νεοελλ. (τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους… …
104κάτισχνος — η, ο (AM κάτισχνος, ον) ο πολύ ισχνός, ο πολύ αδυνατισμένος …
105κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …
106καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …
107καγκανιάρης — α, ικο (για πρόσ, συν. υβριστικά) ισχνός, ατροφικός, καχεκτικός, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός» + ιάρης*] …
108κακοθρεμμένος — η, ο αυτός που δεν έχει τραφεί καλά, ισχνός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρεμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού τρέφω*] …
109κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… …
110καλαμοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, ο λεπτός και ισχνός 2. το ουδ. ως ουσ. το καλαμοπόδαρο κνήμη λεπτή και ισχνή σαν καλάμι …