1ισχνασμός — ἰσχνασμός, ὁ (Α) η ίσχνανση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. ασμός (πρβλ. κραδ ασμός, μαρ ασμός)] …
Dictionary of Greek
2ἰσχνασμόν — ἰσχνασμός reducing treatment masc acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)