ἰσχαλέος
1ισχαλέος — ἰσχαλέος, α, ον (ποιητ. τ.) (Α) 1. πολύ λεπτός 2. πολύ μικρός, μηδαμινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός* και εμφανίζει επίθημα αλέος*] …
2ἰσχαλέαι — ἰσχαλέος dried fem nom/voc pl ἰσχαλέᾱͅ , ἰσχαλέος dried fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἰσχαλέαις — ἰσχαλέος dried fem dat pl ἰσχαλέᾱͅς , ἰσχαλέος dried fem dat pl (attic) …
4ἰσχαλέον — ἰσχαλέος dried masc acc sg ἰσχαλέος dried neut nom/voc/acc sg …
5ἰσχαλέοιο — ἰσχαλέος dried masc/neut gen sg (epic) …
6ἰσχαλέου — ἰσχαλέος dried masc/neut gen sg …
7-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …
8αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… …
9αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] …
10αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… …
- 1
- 2