ἰσχέ-θῠρον

  • 1ισχέθυρον — ἰσχέθυρον, τὸ (Α) το πλαίσιο παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε , τ., στον οποίο απαντά ως α συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε , τ. στον οποίο απαντά ως α συνθετικό το ρ. ἔχω) + θυρον (< θύρα), πρβλ. παρά θυρον, υπέρ θυρον] …

    Dictionary of Greek