ἰσσᾷ
1Ἴσσα — Ἴσσᾱ , Ἴσσα fem nom/voc/acc dual Ἴσσα fem nom/voc sg …
2ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] …
3-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …
4ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο — και ακρόγιαλος, η, ο αυτός που σχετίζεται με την ακρογιαλιά ή κατοικεί σ αυτή: Άνθρωποι ακρογιαλίτες, δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά απ τη θάλασσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6αναδρομάρης, -ισσα — και α, ικο αυτός που τρέχει πάνω κάτω, αυτός που ερευνά, αναζήτα εδώ κι εκεί: Ο Δ. Καμπούρογλους ήταν ο αναδρομάρης της Αττικής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7αδικοβγάλτης, -ισσα, -ικο — συκοφάντης: Τον έλεγαν αδικοβγάλτη αλλά δεν ήταν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9γαλίφης, -ισσα, -ικο — (λ. ιταλ.), αυτός που ξέρει να καλοπιάνει, ο κόλακας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)