ἰσο-ϋψής

  • 1ευυψής — εὐυψής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλο ύψος («οἱ εὐυψεῑς καὶ ἀκρόκομοι φοίνικες», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υψής (< ύψος), πρβλ. αν ισο υψής, ισο υψής] …

    Dictionary of Greek