ἰσο-μερής
1λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος …
2μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» …
3μικρομερής — και σμικρομερής, ές (Α) αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. επίρρ... μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α) σε μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ. ισο μερής] …
4μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… …
5ταυτομερής — ές, Ν 1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που παρουσιάζει ταυτομέρεια* 2. βιολ. (για συζευκτικό νευρώνα) αυτός τού οποίου τα διάφορα μέρη εμπεριέχονται στο ίδιο ημιμόριο τού νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tautomere < ταυτ(ο) * …
6ισομερής — ές (ΑΜ ἰσομερής, ές) αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη νεοελλ. (χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο τής ισομέρειας μσν. ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.) αρχ. αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο. επίρρ...… …