ἰσομιλήσιον
1ἰσομιλήσιον — ἰσομιλήσιος of Milesian fashion masc acc sg ἰσομιλήσιος of Milesian fashion neut nom/voc/acc sg …
2ισομιλήσιος — ἰσομιλήσιος, ία, ον (Α) όμοιος με Μιλήσιο ή με κάτι που ανήκει σε Μιλήσιο («ἰσομιλήσιον ἱμάτιον», Διόδ.) …
1ἰσομιλήσιον — ἰσομιλήσιος of Milesian fashion masc acc sg ἰσομιλήσιος of Milesian fashion neut nom/voc/acc sg …
2ισομιλήσιος — ἰσομιλήσιος, ία, ον (Α) όμοιος με Μιλήσιο ή με κάτι που ανήκει σε Μιλήσιο («ἰσομιλήσιον ἱμάτιον», Διόδ.) …