ἰσθμοῖ
1Ισθμοί — Ἰσθμοῑ (Α) επίρρ. 1. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ 2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῑ τά τ ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. οι (πρβλ. οἴκ οι)] …
2Ἰσθμοῖ — on the Isthmus indeclform (adverb) …
3ἰσθμοῖ — on the Isthmus indeclform (adverb) …
4Ἰσθμοῖ' — Ἰσθμοῖο , ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …
5ἰσθμοῖ' — ἰσθμοῖο , ἰσθμός neck masc gen sg (epic) …
6Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …
7ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl …
8Предложный падеж — (грамм.) русское название древнего местного падежа, данное ему потому, что он употребляется теперь только в соединении с предлогами (в, на, о, по, при). Местный падеж в индоевропейских языках в единственном числе образуется двумя способами: 1) в… …
9πανηγυριστήριον — τὸ, Α τόπος όπου γίνονταν πανηγύρεις («ἐν τοῑς κοινοῑς τῆς Ἑλλάδος πανηγυριστηρίοις Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῑ καὶ Νεμέᾳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγυρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. λογισ τήριον)] …
10πυλοιγενής — και πυληγενής, ές, Α αυτός που γεννήθηκε στην Πύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύλος + γενής (< γένος < γίγνομαι). Το α συνθετικό πυλοι έχει τη μορφή παλιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. Ἰσθμοῖ)] …