ἰσαίομαι

  • 1ισαίομαι — ἰσαίομαι (Α) [ίσος] (μτγν. ποιητ. τ. τού ισάζομαι) 1. ομοιάζω 2. γίνομαι ίσος 3. (το ενεργ.) ἰσαίω (κατά τον Ησύχ.) «ἰσοῑ, ἰσάζει» …

    Dictionary of Greek