ἰσήριθμος
1ισήριθμος — ἰσήριθμος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ισάριθμος* …
2ἰσηρίθμοισιν — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
3ἰσηρίθμου — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem/neut gen sg …
4ἰσηρίθμους — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem acc pl …
5ἰσηρίθμων — ἰσήριθμος equal in number with masc/fem/neut gen pl …
6ισάριθμος — η, ο (ΑΜ ἰσάριθμος, ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος) ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.) αρχ. 1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο 2. επιγρ. ισόψηφος. επίρρ... ισαρίθμως και ισάριθμα (Α… …