ἰπνευτής

  • 1ιπνευτής — ἰπνευτής, ὁ (Α) [ιπνεύω] αυτός που ξηραίνει ή ψήνει κάτι σε κλίβανο, σε φούρνο, ο φούρναρης …

    Dictionary of Greek