ἰο-γλέφαρος

  • 1ιανογλέφαρος — ἱανογλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιο γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α συνθετικό κυανο (πρβλ. κυανο βλέφαρος)] …

    Dictionary of Greek