ἰούδας
1Ἰούδας — Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc acc pl (doric aeolic) Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc nom sg (epic doric aeolic) …
2Ιούδας — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Απόστολος. Βλ. λ. Θαδδαίος. 2. Ι. ο Ισκαριώτης. Βλ. λ. Ιούδας ο Ισκαριώτης. 3. Πατριάρχης των Εβραίων. Τέταρτος γιος του Ιακώβ και της Λείας, επώνυμος ήρωας της ομώνυμης φυλής. Στον I. όφειλε τη σωτηρία του από την… …
3Ιούδας — ο 1. γενάρχης των Ιουδαίων. 2. μαθητής του Χριστού, εκείνος που πρόδωσε το Χριστό. 3. μτφ., προδότης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ιούδας ο Ισκαριώτης — Ένας από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού, o οποίος, κατά την ευαγγελική αφήγηση, πρόδωσε τον διδάσκαλό του παραδίδοντάς τον στους ιερείς του Ναού για 30 αργύρια. Μετανοώντας όμως για την πράξη του επέστρεψε τα χρήματα και απαγχονίστηκε (Ματθαίος… …
5Ιούδας ο Μακκαβαίος — (; – 160 π.Χ.). Τρίτος γιος του ιερέα Ματταθία, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στην αρχηγία της επανάστασης των Εβραίων για θρησκευτική ελευθερία (166 π.Χ.) εναντίον του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. H πολεμική σύρραξη άρχισε όταν o Αντίοχος… …
6Αλεβί, Ιούδας — (Judah Halevy ή Juda ha Levi, 1075 – 1141). Εβραίος φιλόσοφος και θεολόγος, ο μεγαλύτερος εθνικός ποιητής των Εβραίων από τη Διασπορά και μετά. Γεννήθηκε στην Καστίλη της Ισπανίας και σπούδασε στη Λουκένα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Α …
7Χαλεβή, Ιούδας μπεν — Ιουδαίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου (11ος – 12ος αι.). Γεννήθηκε στην Ισπανική Καστίλη και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Τολέντο. Το σπουδαίο ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από την τελειότητα των μορφών και τον πλούτο των… …
8Ἰούδην — Ἰούδας masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …
9Ἰούδης — Ἰούδας masc nom sg (doric aeolic) …
10Ἰούδου — Ἰούδας masc gen sg (doric aeolic) …