ἰουλίζω
1ιουλίζω — ἰουλίζω (Α) [ίουλος] αποκτώ ίουλο, αρχίζω να βγάζω γένι …
2ἰουλιῆται — ἰουλίζω become downy fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) …
3ἰουλίζων — ἰουλίζω become downy pres part act masc nom sg …
4ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …
5ιουλοφυώ — ἰουλοφυῶ (Μ) ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φυῶ (< φυής < φύος), πρβλ. κερατο φυώ, οδοντο φυώ] …
6ἰουλίτταν — ἰουλίσσαν , ἰουλίζω become downy aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) …