ἰξίον
1ιξίον — ἰξίον, τὸ (ΑΜ) μσν. υποκορ. τού ιξός αρχ. το φύλλο τού φυτού χαμαιλέων ο λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …
2ἰξίον — leaf of neut nom/voc/acc sg …
3Ἰξίον — Ἰ̱ξίον , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc voc sg …
4Ἰξίον' — Ἰ̱ξίονα , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc acc sg Ἰ̱ξίονι , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc dat sg Ἰ̱ξίονε , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc nom/voc/acc dual …
5ἰξίων — ἰξίον leaf of neut gen pl …
6ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …
7ἰξία — ἰξίᾱ , ἰξία pine thistle fem nom/voc/acc dual ἰξίᾱ , ἰξία pine thistle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰξίᾱ , ἰξίας chamaeleon thistle masc nom/voc/acc dual ἰξίας chamaeleon thistle masc voc sg ἰξίᾱ , ἰξίας chamaeleon thistle masc voc sg… …
8ἰξίου — ἰξίας chamaeleon thistle masc gen sg ἰξίον leaf of neut gen sg …