ἰνωπός
1Ἰνωπός — warden of the I. masc nom sg …
2Ἰνωποῖο — Ἰνωπός warden of the I. masc gen sg (epic) …
3Ἰνωποῦ — Ἰνωπός warden of the I. masc gen sg …
4Ἰνωπῷ — Ἰνωπός warden of the I. masc dat sg …
5Ἰνωπόν — Ἰνωπός warden of the I. masc acc sg …
6ДЕЛОС — • Delos, Δη̃λος, н. Дили, самый малый из Кикладских островов, но приобретший громкую славу и считавшийся священным, как место рождения Аполлона и Артемиды. У поэтов он называется также Κυνθία, Όρτυγία, Χλαμυδία. Главное возвышение на… …
7Ινωποφύλαξ — Ἰνωποφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επίγρ. ο φύλακας τού ποταμού Ινωπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ινωπός + φύλαξ] …
8δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …