ἰθᾱ-γενής
1ἰθαγενής — ἰθᾱγενής , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem nom sg …
2ινδογενής — ἰνδογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + γενής (< γένος), πρβλ. ιθα γενής, ομο γενής] …
3λαδωγενής — λαδωγενής, ές (Α) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ἀφροδίτη, ὅτι ἐπὶ τῷ ἐν Ἀρκαδίᾳ ποταμῷ Λάδωνι ἐγεννήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάδων + γενής (< γένος), πρβλ. γη γενής, ιθα γενής] …
4-θα — (Α) αχώριστο καταληκτικό μόριο επιρρηματικών τύπων («ἔνθα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότατο επίθημα που απαντά και στο τοπικό επίρρ. *ι θα «εδώ», το οποίο εμφανίζεται ως α συνθετικό τού ιθα γενής και συνδέεται με το αρχ. ινδ. iha, το πρακριτικό idha και το… …
5ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… …