ἰθᾱγενής
1ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… …
2ιθαγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κατάγεται από την ίδια χώρα στην οποία κατοικεί, ντόπιος: Ιθαγενείς κάτοικοι της Αμερικής. – Ιθαγενής πληθυσμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἰθαγενής — ἰθᾱγενής , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem nom sg …
4Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …
5ἰθαιγενέεσσι — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut dat pl (epic) …
6ἰθαιγενέεσσιν — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut dat pl (epic) …
7ἰθαιγενέος — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
8ἰθαιγενέων — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
9ἰθαιγενής — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem nom sg (epic) …
10Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …