ἰθύτονος
1ιθύτονος — ἰθύτονος, ον (Α) ιθυτενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ τονος, οξύ τονος] …
2ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …
3ἰθυτόνων — ἰ̱θυτόνων , ἰθύτονος masc/fem/neut gen pl …