ἰδιῶτις
1ιδιώτις — η (ΑΜ ἰδιῶτις) βλ. ιδιώτης …
2ἰδιώτιδα — ἰδίωτις unskilled fem acc sg …
3ἰδιώτιδας — ἰδίωτις unskilled fem acc pl …
4ἰδιώτιδες — ἰδίωτις unskilled fem nom/voc pl …
5ἰδιώτιδι — ἰδίωτις unskilled fem dat sg …
6ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg …
7ἰδιώτισιν — ἰδίωτις unskilled fem dat pl …
8ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …