ἰδιωματικός
1ιδιωματικός — ή, ό (Α ἰδιωματικός, ή, όν) [ιδίωμα] αυτός που έχει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα, ο διαλεκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ιδιωματική το σύνολο τών λεκτικών ιδιωμάτων. επίρρ... ιδιωματικώς και ά με… …
2ιδιωματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γλωσσικό ιδίωμα: Ιδιωματική λέξη. – Ιδιωματική προφορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3idiomático — ► adjetivo LINGÜÍSTICA Que es propio de una lengua determinada: ■ expresión idiomática. * * * idiomático, a (del gr. «idiōmatikós», particular) adj. Propio de una lengua determinada. * * * idiomático, ca. (Del gr. ἰδιωματικός, particular). adj.… …
4γλωσσηματικός — ή, ό (AM γλωσσηματικός, ή, όν) [γλώσσημα] για λέξεις και τύπους) αυτός που έχει περιέλθει σε αχρησία ή ο ιδιωματικός …
5νοσήμη — νοσήμη, ἡ (Α) νόσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιδιωματικός τ., αντί νόσημα] …
6ντελόγγο — (Μ ντελόγγο και ντελόγο) επίρρ. (διαλεκτ.) αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενουατικό de longo. Ο τ. ντελόγο είναι ιδιωματικός] …
7ξεκουρβουλώνω — και ξεκουρμουλώνω 1. ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων 2. θεραπεύομαι από αγκύλωση, ξεπιάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κούρβουλο «κορμός κλήματος». Ο τ. ξεκουρμουλώνω < ξ(ε) * + κουρμούλα, ιδιωματικός τ. τού κούρβουλο] …
8ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …
9πράτα — τα, Ν πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιδιωματικός τ. < πρόατα < πρόβατα] …
10αυτούνος — η, ο ιδιωματικός τύπος του αυτός (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2