ἰδιαίτερον

  • 1ἰδιαίτερον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …

    Dictionary of Greek

  • 3ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 4Μακρινίτσα — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Είναι χτισμένος σε απότομη πλαγιά του Πηλίου, στην οποία αφθονούν τα νερά και η πυκνή βλάστηση, με μοναδική θέα προς τον Παγασητικό κόλπο, γι’ αυτό και έχει …

    Dictionary of Greek