ἰατρῶν παῖδες

  • 1отрокъ — ОТРОК|Ъ (427), А с. 1.Мальчик, подросток, юноша: си слышавъши м҃ти ѥго [Феодосия] и чюдивъшисѧ о премѹдрости отрока. ЖФП XII, 29г; и ѹзьрѣста попинъ ѥго и отрокъ иже слѹжааше ѥмѹ. СкБГ XII, 11в; тацѣ ѡтрокъ поиметь ѿ рода своѥго. прежере(ч)нѹю… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 2ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …

    Dictionary of Greek