ἰατρική

  • 91Κρόνιν, Άρτσιμπαλντ Τζόζεφ — (Archibald Joseph Cronin, Κάρντρος, Σκοτία 1896 – Ελβετία 1981). Σκοτσέζος συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στη Γλασκόβη και στο Λονδίνο, αλλά η καριέρα του δεν ήταν ομαλή, λόγω της κακής υγείας του. Ενώ ανάρρωνε… …

    Dictionary of Greek

  • 92Λίπμαν, Φριτς Άλμπερτ — (Fritz Albert Lipmann, Κένιξμπεργκ 1899 – 1986). Γερμανός βιοχημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια του Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ], του Βερολίνου και του Μονάχου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη χημεία και στη… …

    Dictionary of Greek

  • 93Λιτρέ, Μαξιμιλιέν Πολ Εμίλ — (Maximilien Paul Émile Littré, 1801 – 1881). Γάλλος φιλόσοφος, λεξικογράφος, γιατρός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική και έπειτα φιλολογία και ιστορία, αλλά ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος. Το 1874 εξελέγη μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 94Λομβάρδος, Κωνσταντίνος — (Ζάκυνθος 1820 – Αθήνα 1888). Πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Μόναχο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο όπου άσκησε την ιατρική, αλλά παράλληλα ασχολήθηκε και με την πολιτική. Αγωνίστηκε για την ένωση… …

    Dictionary of Greek

  • 95Ματσανιώτης, Νικόλαος — (Κιάτο Κορινθίας 1925 –). Παιδίατρος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1955) και ειδικεύτηκε στην παιδιατρική, ενώ αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια… …

    Dictionary of Greek

  • 96Μαυρομμάτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών και πολιτικών από την Κατούνα της Ακαρνανίας. 1. Γεώργιος (; – 1703). Προεστός του Κάρλελι. Ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Κατούνα. 2. Γεώργιος (1771 – Αθήνα 1836). Γιος του Μήτσου (11.).… …

    Dictionary of Greek

  • 97Μένων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής από τη Λάρισα της Θεσσαλίας (5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του σοφιστή Γοργία, τον οποίο γνώρισε στη Λάρισα και κατόπιν τον ακολούθησε στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε κοντά του. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλούταρχου,… …

    Dictionary of Greek

  • 98Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… …

    Dictionary of Greek

  • 99Μπράουν, Τόμας — (Thomas Brown, 1605 – 1682). Άγγλος δοκιμιογράφος και γιατρός. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και φοίτησε σε σχολή της Οξφόρδης. Μετά το 1629 σπούδασε ιατρική στο Moνπελιέ, στην Πάντοβα και στο Λέιντεν. Το 1637 εγκαταστάθηκε στο Νόρμπιτς της Αγγλίας όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 100οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… …

    Dictionary of Greek