ἰατρική

  • 71Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …

    Dictionary of Greek

  • 72Γιακούμπ, Μαγκντί Χαμπίμπ, σερ — (Κάιρο 1935 –). Αιγύπτιος καρδιοχειρουργός. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Καΐρου και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο British Heart Foundation. Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μεταμόσχευση… …

    Dictionary of Greek

  • 73Γούδας, Αναστάσιος — (Γραμμένο, Ήπειρος 1816 – Αθήνα 1882).Γιατρός και λόγιος. Σπούδασε ιατρική στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπήρξε ο πρώτος διδάκτορας ιατρικής (1843). Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι, ενώ μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα,… …

    Dictionary of Greek

  • 74Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου …

    Dictionary of Greek

  • 75εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… …

    Dictionary of Greek

  • 76Εράστους, Τόμας — (Thomas Erastus, Μπάντεν 1524 – Βασιλεία 1583). Ελβετός θεολόγος και γιατρός. Σπούδασε θεολογία στη Βασιλεία και ιατρική στην Μπολόνια και στην Πάντοβα και εξελλήνισε ο ίδιος το όνομά του (LieberLiebler). Υπήρξε οπαδός του Καλβίνου, γιατρός του… …

    Dictionary of Greek

  • 77Ζέρνικε, Φριτς — (Frits Zernike, Άμστερνταμ 1888 – 1966). Ολλανδός φυσικός. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, όπου εργάστηκε αργότερα στο τμήμα αστρονομίας, ενώ το 1921 ανέλαβε την έδρα των φυσικομαθηματικών. Οι έρευνες του Ζ. για τα …

    Dictionary of Greek

  • 78Ζισιέ — (Jussieu). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων βοτανολόγων. 1. Αντουάν ντε (1686 – 1758). Σπούδασε ιατρική και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Παρίσι. Διετέλεσε καθηγητής στον Βασιλικό Κήπο, το κατοπινό μουσείο της Φυσικής Ιστορίας, και εξελέγη μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 79Ηλιάδης, Γεώργιος — (Μαινεμένη, Μικρά Ασία 1871 – Σμύρνη 1916).Γιατρός και συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Βερολίνου. Το 1896 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου παράλληλα με την ιατρική ασχολήθηκε και με τα γράμματα, δημοσιεύοντας… …

    Dictionary of Greek

  • 80Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek