ἰατρική

  • 61σονάρ — Ηχητική συσκευή με την οποία εντοπίζεται η θέση ενός αντικείμενου χάρη στα ηχητικά κύματα που εκπέμπει η συσκευή αυτή και που τα συλλάμβανα όταν ανακλαστούν πάνω στο αντικείμενο. Δηλαδή λειτουργεί όπως το ραντάρ. Αντί όμως για ηλεκτρομαγνητική… …

    Dictionary of Greek

  • 62στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …

    Dictionary of Greek

  • 63φιλιατρός — και φιλοΐατρος, ον, Α αυτός που αγαπά την ιατρική τέχνη. επίρρ... φιλιάτρως Α με αγάπη για την ιατρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἰατρός] …

    Dictionary of Greek

  • 64χαραμής — Επώνυμο οικογένειας Ελλήνων οφθαλμιάτρων. 1. Ιωάννης. Γιος του Σπήλιου (1901). Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου διετέλεσε βοηθός της εκεί πανεπιστημιακής οφθαλμολογικής κλινικής επί 5 χρόνια. Όταν γύρισε στην Αθήνα, διορίστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 65χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …

    Dictionary of Greek

  • 66όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …

    Dictionary of Greek

  • 67Ακτουάριος, Ιωάννης — (13ος αι.). Βυζαντινός γιατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Ζαχαρίου. Πήρε το όνομα Α. γιατί στην αυτοκρατορική αυλή, εκτός από ιατρικά καθήκοντα, ασκούσε και καθήκοντα γραμματικού ακτουάριου. Από την εποχή του οι γιατροί της… …

    Dictionary of Greek

  • 68αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 69Αποστολίδης, Βασίλειος — (Σέρρες 1827 – Αλεξάνδρεια 1910).Γιατρός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος από την Τραπεζούντα. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Το 1863 εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου παράλληλα με την ιατρική επιδόθηκε και στην αρχαιολογία. Ο Α. υποστήριζε …

    Dictionary of Greek

  • 70ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …

    Dictionary of Greek