ἰατρική

  • 51μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …

    Dictionary of Greek

  • 52νοσοκομειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νοσοκομείο («νοσοκομειακή περίθαλψη») 2. φρ. α) «νοσοκομειακός γιατρός» γιατρός με πλήρη ή κύρια απασχόληση σε νοσοκομείο β) «νοσοκομειακή ιατρική» ιατρική που ασκείται στα νοσοκομεία γ) «νοσοκομειακό… …

    Dictionary of Greek

  • 53οστεοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεοπάθεια 2. φρ. «οστεοπαθητική ιατρική» ιατρ. αμερικανική ιατρική σχολή που έχει ως βάση τη θεωρία ότι οι νόσοι οφείλονται κυρίως σε απώλεια τής ακεραιότητας τής λεπτής υφής τών ιστών και δίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 54ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …

    Dictionary of Greek

  • 55ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …

    Dictionary of Greek

  • 56παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …

    Dictionary of Greek

  • 57πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …

    Dictionary of Greek

  • 58ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …

    Dictionary of Greek

  • 59σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… …

    Dictionary of Greek

  • 60σκεπτικισμός — (και κατά τους αρχαίους Έλληνες απλώς σκέψις). Η σκεπτική σχολή, που ιδρύθηκε από τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ., είναι μια από τις σημαντικότερες τάσεις της ελληνιστικής φιλοσοφίας, μαζί με τον επικουρισμό και το στωικισμό. Σκέψη, στην… …

    Dictionary of Greek