ἰατρική

  • 111Σαλέρνο — (Salerno). Πόλη (περ. 151.398 κάτ.) της Ιταλίας στην Καμπανία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Καμπανέλα και τη Λικόζα (υψόμ. 4). Το κέντρο της απλώνεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 112Σουάμερνταμ, Γιαν — (Swammerdam). Ολλανδός φυσιοδίφης και ζωολόγος (Άμστερνταμ 1637 1680). Ο πατέρας του που ήταν φαρμακοποιός και συλλέκτης ειδών του φυτικού και ζωικού κόσμου του έμπνευσε την αγάπη προς τη φύση. Ο Σ. σπούδασε ιατρική και ανατομία στη Λέιντα και… …

    Dictionary of Greek

  • 113Τράιμπερ, Ερρίκος — (Treiber, 1796 – 1882). Γερμανός γιατρός και φιλέλληνας, ο αρχαιότερος γιατρός της υγειονομικής υπηρεσίας του ελληνικού στρατού. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και χειρουργική στο Παρίσι. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, μαζί με… …

    Dictionary of Greek

  • 114Τσέχοφ, Άντον Πάβλοβιτς — (Τανγκανρόγκ 1860 – Μπαντενβάιλερ, Γερμανία 1904). Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος μικρεμπόρου και εγγονός πρώην δουλοπάροικου, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο της γενέτειράς του.… …

    Dictionary of Greek

  • 115Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …

    Dictionary of Greek

  • 116Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …

    Dictionary of Greek

  • 117Φριλίγγος, Κώστας — (1882 – 1950). Λογοτέχνης και γιατρός από τη Σμύρνη. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μετεκπαίδευση στο Παρίσι και στο Βερολίνο.… …

    Dictionary of Greek

  • 118Χάνεμαν, Σάμουελ — (Hahneman, 1755 – 1843). Γερμανός γιατρός, ιδρυτής της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Το 1777 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής στο Ερλάγγεν και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πολύ επιμελής και βαθύς μελετητής των τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 119Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 120επίσκεψη — η 1. το να πηγαίνει κάποιος κάπου για να παρατηρήσει, να εξετάσει ή να θαυμάσει κάτι: Επίσκεψη στην Ακρόπολη. 2. η προσέλευση κάποιου στο σπίτι γνωστού του για χαιρετισμό, ευχές, συλλυπητήρια κτλ. 3. η μετάβαση γιατρού σε κάποιον άρρωστο για… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)