ἰατρική

  • 101ομοιοπαθητική — (Ιατρ.). θεραπευτική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι διάφορες παθήσεις θεραπεύονται με τη χορήγηση ουσιών ή γενικότερα με την εφαρμογή μέσων ικανών να αναπαράγουν τα συμπτώματα της πάθησης. Η θεμελιώδης αρχή της ο. περιλαμβάνεται στο περίφημο… …

    Dictionary of Greek

  • 102Ορειβάσιος ή Οριβάσιος — (325 – 403 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός και συγγραφέας. Καταγόταν από την Πέργαμο και σπούδασε ιατρική στην Αλεξάνδρεια κοντά στον Ζήνωνα τον Κύπριο. Ήταν προσωπικός γιατρός του Ιουλιανού, τον οποίο συνόδευσε στην εκστρατεία του στη Γαλατία (355) και… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …

    Dictionary of Greek

  • 104Παπαϊωάννου, Λουκάς — (1831 – 1890). Κορυφαίος Έλληνας γιατρός και συγγραφέας ιατρικών έργων. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1856), και μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρώπη. Άσκησε το επάγγελμά του στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αράχοβα …

    Dictionary of Greek

  • 105Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …

    Dictionary of Greek

  • 106Πινέλ, Φιλίπ — (Pinel, 1745 – 1826). Γάλλος γιατρός, θεμελιωτής της επιστημονικής ψυχιατρικής στη Γαλλία. Σπούδασε διαδοχικά στη φυσικομαθηματική σχολή της Τουλούζης και στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Μονπελιέ. Στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 107Ποταγός, Παναγιώτης — (Bυτίνα Γορτυνίας, 1838 – Kέρκυρα, 1903). Διάσημος γιατρός και εξερευνητής. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και αναχώρησε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Όταν σημειώθηκε επιδημία χολέρας στο Παρίσι, ο Π. διακρίθηκε για την αλτρουιστική δράση του στα… …

    Dictionary of Greek

  • 108Πύρρος, Διονύσιος — (Καστανιά, Θεσσαλία 1777 – Αθήνα 1853). Ιατροφιλόσοφος, δάσκαλος και συγγραφέας. Φιλομαθής και αποδημητική φύση, σπούδαζε και δίδασκε μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο, σχεδόν μέχρι τα σαράντα του χρόνια: καλόγερος αρχικά στα Μετέωρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 109Ραζής — (εξελληνισμένος τύπος από τον εκλατινισμένο Rhazes του Αμπού αρ Ράζι, αρ Ράζι, Περσία 868 – Βαγδάτη; περίπου 925). Άραβας γιατρός, αλχημιστής και φιλόσοφος, περσικής καταγωγής. Ενώ ασκούσε την ιατρική στη Βαγδάτη (σε αυτόν οφείλονται ακριβείς… …

    Dictionary of Greek

  • 110Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek