ἰάσων

  • 51κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …

    Dictionary of Greek

  • 52πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …

    Dictionary of Greek

  • 53Αλκιμένης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Γλαύκου, αδελφός του Βελλερεφόντη, τον οποίο σκότωσε κατά λάθος στο Άργος. 2. Γιος του Ιάσονα και της Μήδειας, δίδυμος αδελφός του Θεσσαλού. Μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Τίσανδρο σκοτώθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 54Αμφινόμη — Όνομα μυθολογικώνπροσώπων. 1. Σύζυγος του Αίσωνα και μητέρα του Ιάσονα. Αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί από τον Πελία ο οποίος ήθελε να εξοντώσει το γένος του συζύγου της. 2. Μία από τις κόρες του Πελία. Την προστάτευσε ο Ιάσων και την πάντρεψε… …

    Dictionary of Greek

  • 55Βουδούρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από το Ζευγολατιό Κορινθίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη. Σκοτώθηκε πολεμώντας στον Πειραιά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1826). 2. Βασίλειος. Δημογέροντας από την Ύδρα.… …

    Dictionary of Greek

  • 56Δολίονες — Αρχαίος θρακικός λαός που κατοικούσε στη Μυσία της Μικράς Ασίας, στην περιοχή όπου αργότερα οι Μιλήσιοι έχτισαν την Κύζικο. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Δ. έφτασαν εκεί με τον βασιλιά τους Κύζικο από τη Θεσσαλία. Ο Κύζικος υποδέχτηκε φιλικά τους… …

    Dictionary of Greek

  • 57Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …

    Dictionary of Greek

  • 58Ιάσονας — Βλ. λ. Ιάσων …

    Dictionary of Greek

  • 59Κλαύδιος — I Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Νέρων Κ. Γερμανικός Καίσαρ. Βλ. λ. Νέρων. 2. Κ. Α’ (Tiberius Claudius Drusus Nero Germanicus, Λιόν 10 π.Χ. – Ρώμη 54 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (41 54 μ.Χ.). Ήταν γιος του Δρούσου του Πρεσβύτερου, ανιψιός… …

    Dictionary of Greek

  • 60Μορό, Γκιστάβ — (Gystave Moreau, Παρίσι 1826 – 1898). Γάλλος ζωγράφος. Μαζί με τον Πιβίς ντε Σαβάν εκφράζει την πνευματική αντίδραση, που στο δεύτερο μισό του 19ου αι. αντέκρουσε τον ρεαλισμό και με το γεμάτο συμβολικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες περιεχόμενό… …

    Dictionary of Greek