ἧσα
1ᾖσα — ἀείδω il.Parv.. aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …
2ἤσαν — ἤσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἤσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …
3άλγω — ησα, αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο: Άλγω ψυχικά με την εξέλιξη που πήραν οι υποθέσεις μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αερομαχώ — ησα, κάνω αερομαχία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αηδονολαλώ — ησα, κελαδώ σαν αηδόνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6αθλοθετώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω βραβεία σε αγώνες: Στους φετινούς σχολικούς αγώνες τα βραβεία αθλοθέτησε το υπουργείο Παιδείας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7αιματουρώ — ησα, βγάζω με τα ούρα αίμα: Από χθες ο άρρωστος αιματουρεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8αιμορραγώ — ησα, έχω αιμορραγία: Χθες αιμορραγούσε πάλι η μύτη μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9αισθητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κάνω κάτι αισθητό με σαφή και ζωηρή παράστασή του: Προσπάθησε να αισθητοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν το πέτυχε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10αισιοδοξώ — ησα, είμαι αισιόδοξος: Αισιοδοξώ για τα αποτελέσματα των εξετάσεων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)