ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά

  • 1οϊζύω — ὀϊζύω (Α) [οϊζύς] (ποιητ. τ.) 1. θλίβομαι, θρηνώ, κλαίω, πενθώ («ἀλλ ἀεὶ περὶ κεῑνον ὀΐζυε», Ομ. Ιλ.) 2. υποφέρω από κάτι, υφίσταμαι κάτι («ἧς εἵνεκ ὀϊζύομεν πολλὰ κακά», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek