ἦττον

  • 21μακροτέρως — (Α) επίρρ. 1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο 2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό 3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός] …

    Dictionary of Greek

  • 22μεγεθύνω — (Α μεγεθύνω) αυξάνω το μέγεθος, τον όγκο, την έκταση, τις διαστάσεις ενός αντικειμένου, τό μεγαλώνω αρχ. 1. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, εξυμνώ 2. είμαι υψηλός ως προς το ύφος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων οὐδὲν ἧττον μεγεθύνεται»,… …

    Dictionary of Greek

  • 23οίκαδε — (ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. Fοίκαδε) επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.) αρχ. στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ …

    Dictionary of Greek

  • 24ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …

    Dictionary of Greek

  • 25παρασυνάπτομαι — Α συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾱλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.) …

    Dictionary of Greek

  • 26συνικνούμαι — έομαι, Α 1. φθάνω, εκτείνομαι («ὥστε τὸ οὐράνιον ὕδωρ συνικνεῑσθαι πρὸς τὸ ἐν αὐτῇ», Θεόφρ.) 2. παρουσιάζω ενδιαφέρον («τῶν συμβαινόντων τῶν μὲν μᾱλλον συνικνουμένων τῶν δὲ ἧττον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φτάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 27ταχυστρεφής — ές, Μ αυτός που στρέφεται εύκολα, εύστροφος («καλὸν δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ γλῶσσα γοργὴ καὶ ταχυστρεφής», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + στρεφής (< στρέφομαι μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *στρεφής), πρβλ. ἀμφι στρεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 28υπεκκλίνω — Α 1. εκφεύγω, διαφεύγω 2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 29υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …

    Dictionary of Greek

  • 30φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …

    Dictionary of Greek