ἥττων
1ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ …
2ἡττῶν — ἧσσα defeat fem gen pl (attic) ἡττάω to be less pres part act masc voc sg ἡττάω to be less pres part act neut nom/voc/acc sg ἡττάω to be less pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἡττάω to be less pres part act masc nom sg (attic epic… …
3ἥττων — ἥσσων inferior masc/fem nom comp sg (attic) ἡττάω to be less imperf ind act 3rd pl ἡττάω to be less imperf ind act 1st sg ἡττάω to be less imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἡττάω to be less imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
4мьнии — (306) сравн. степ. 1.Меньший по величине, количеству; небольшой: аште же бы мира сего богатьствъмь кѹпити. ѥдинѹ оть мьньшиихъ полатъ вышьнѧаго иѥрл҃ма то ни вьсего мiра богатьство събьрано || ‹не› достоино ѥсть цѣны ѥ˫а. Изб 1076, 18–18 об.; да… …
5ήσσων — ον (Α ἥσσων, ον) αρχαιότ. αττ. τ. τού μετγν. αττ. τ. ἥττων* …
6ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …
7μοράβια — (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας …
8οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… …
9συνηττώμαι — και συνησσῶμαι, άομαι, ΜΑ ηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)] …
10υφήσσων — ὑφήσσον, Α ο κάπως πιο κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»] …