ἥρπασα
1ἥρπασα — ἁρπάζω snatch away aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …
2ἥρπασ' — ἥρπασα , ἁρπάζω snatch away aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἥρπασο , ἁρπάζω snatch away plup ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἥρπασο , ἁρπάζω snatch away perf imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἥρπασε , ἁρπάζω… …
3αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …