ἥξω
1ήξω — (AM ἥξω) (μέλλ. τού ήκω) φρ. «ἡξεις αφήξεις» λέγεται για διφορούμενα και ασαφή πράγματα (α. «πού να τόν καταλάβεις, όλο ήξεις αφήξεις τά λέει» β. «ἥξεις ἀφήξεις οὐ θνήξεις ἐν πολέμῳ» χρησμός με τον οποίο η Πυθία προφήτευε τον θάνατο ή τη διάσωση… …
2ἡξῶ — ἥκω to have come fut ind act 1st sg (doric) …
3ἤξω — ἤ̱ξω , ἄγνυμι break aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg …
4ἥξω — ἥκω to have come aor ind mid 2nd sg ἥκω to have come aor subj act 1st sg ἥκω to have come fut ind act 1st sg ἥκω to have come aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
5χἤξω — ἥξω , ἥκω to have come aor ind mid 2nd sg ἥξω , ἥκω to have come aor subj act 1st sg ἥξω , ἥκω to have come fut ind act 1st sg …
6ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …
7ήξεις αφήξεις — βλ. ήξω …