ἥμερος
81τριανταήμερος — ἡ, Α περίοδος τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. σαραντα ήμερος] …
82υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… …
83φιλήμερος — ὁ, ἡ, Μ αυτός που αγαπά την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πολυ ήμερος] …
84φάβα — η (λ. λατ.) 1. το φυτό «λάθυρος ο ήμερος» και ο καρπός του. 2. φαγητό που είναι πηχτός χυλός και γίνεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού «λάθυρος ο ήμερος» ή από κουκιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85χἠμέρα — ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc/acc dual ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc/acc dual (ionic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
86ἁμέρα — ἁ̱μέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc/acc dual (doric) ἁ̱μέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁ̱μέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc/acc dual (doric) ἁ̱μέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
87ἁμέρας — ἁ̱μέρᾱς , ἥμερος tame fem acc pl (doric) ἁ̱μέρᾱς , ἥμερος tame fem gen sg (attic doric aeolic) ἁ̱μέρᾱς , ἡμέρα day fem acc pl (doric) ἁ̱μέρᾱς , ἡμέρα day fem gen sg (attic doric aeolic) …
88ἅμερον — ἅ̱μερον , ἥμερος tame masc acc sg (doric) ἅ̱μερον , ἥμερος tame neut nom/voc/acc sg (doric) …
89ἡμερωτάτας — ἡμερωτάτᾱς , ἥμερος tame fem acc superl pl ἡμερωτάτᾱς , ἥμερος tame fem gen superl sg (doric aeolic) …
90ἡμερωτέρα — ἡμερωτέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc/acc comp dual ἡμερωτέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …