ἥμερος

  • 71παρήμερος — η, ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, ον, ΝΑ αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα αρχ. αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος] …

    Dictionary of Greek

  • 72πεντεκαιδεχήμερος — ον, Α αυτός που διαρκεί δεκαπέντε ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα δεκαπέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …

    Dictionary of Greek

  • 73πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα πέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιτεσσαράκοντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …

    Dictionary of Greek

  • 74πεντηκονθήμερος — η, ο / πεντηκονθήμερος, ον, ΝΑ αυτός που διαρκεί πενήντα ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ημερών («πεντηκονθήμερος προθεσμία», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκονθήμερο χρονικό διάστημα πενήντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 75πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 76προσήμερος — ον, Α αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο εφήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος] …

    Dictionary of Greek

  • 77τεσσαρακονθήμερος — η, ο / τεσσαρακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και τεσσαρακονταήμερος και τεσσαρανθήμερος, ον, ΜΑ αυτός που έχει διάρκεια σαράντα ημερών ή αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών (α. «τεσσαρακονθήμερη νηστεία» το σαρανταήμερο β. «τεσσαρακονθήμερον… …

    Dictionary of Greek

  • 78τετραήμερος — η, ο / τετραήμερος, ον, ΝΜΑ, και τετρήμερος και τεθρήμερος και τεθήμερος, ον, Α 1. αυτός που διαρκεί τέσσερεις ημέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραήμερο(ν) χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών (μσν. αρχ.) αυτός που συμβαίνει κατά την τέταρτη μέρα.… …

    Dictionary of Greek

  • 79τριήμερος — η, ο / τριήμερος, ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος») 2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 80τριακονθήμερος — η, ο / τριακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονθήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριακονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αρχ. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα… …

    Dictionary of Greek