ἥμερος
51ἡμέρῃσιν — ἥμερος tame fem dat pl (epic ionic) ἡμέρα day fem dat pl (epic ionic) …
52ἡμέρῳ — ἥμερος tame masc/neut dat sg …
53ἥμερα — ἥμερος tame neut nom/voc/acc pl …
54ἥμεραι — ἥμερος tame fem nom/voc pl …
55ἥμεροι — ἥμερος tame masc nom/voc pl …
56εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… …
57ισήμερος — ἰσήμερος, ον (Α) αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ ήμερος, καλ ήμερος] …
58καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] …
59καχήμερος — καχήμερος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολ ήμερος] …
60λιπήμεροι — λιπήμεροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ μὴ γεννώμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος, υπερ ήμερος] …