ἥμερος

  • 121ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] …

    Dictionary of Greek

  • 122ημεράδα — η [ήμερος] η ημερότητα …

    Dictionary of Greek

  • 123ημερίδης — ἡμερίδης, ου, ὁ (Α) 1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός 2. επίθ. τού Διονύσου ως προστάτη τής ημερίδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 124ημερίς — ἡμερίς, ἡ (Α) [ήμερος] 1. ήμερο αμπέλι, καλλιεργημένο κλήμα 2. η ήμερη βαλανιδιά 3. φρ. μτφ. «ἡ ποιητική ἡμερίς τῶν Μουσῶν» η ποιητική σταφύλη, η ευγενής ποίηση τών Μουσών (Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 125ημεροκοίτης — ἡμεροκοίτης, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, βορβορο κοίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 126ημεροποιός — ἡμεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο ποιός, θαυματο ποιός] …

    Dictionary of Greek

  • 127ημεροσμίγω — σμίγω, συναντιέμαι, συνάπτομαι απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + σμίγω] …

    Dictionary of Greek

  • 128ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] …

    Dictionary of Greek