ἥμερος

  • 111αυθήμερος — αὐθήμερος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαίνει ή συντελείται μέσα στην ίδια ημέρα 2. (για λόγους και ομιλίες) πρόχειρος, αυτοσχέδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο + ήμερος) < ημέρα (πρβλ. εφήμερος, πενθήμερος κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 112γιαβάσικος — η, ο [γιαβάς] 1. ελαφρός 2. (για υποζύγια) ήμερος 3. αργοπερπάτητος …

    Dictionary of Greek

  • 113δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …

    Dictionary of Greek

  • 114δεκαήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δέκα μέρες 2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ημερών 3. το ουδ. ως ουσ. Το Δεκαήμερον τίτλος έργου του Βοκκάκιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημερος < ημέρα. Το ουδ. δεκαήμερον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 115διήμερος — η, ο (AM διήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες 2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διήμερο διάστημα δύο ημερονυκτίων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 116εξαήμερος — η, ο (AM ἑξαήμερος, ον) 1. διάρκειας ή ισχύος έξι ημερών («εξαήμερη προθεσμία», «εξαήμερη άδεια») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑξαήμερος οι έξι ημέρες τής δημιουργίας τού κόσμου κατά την Παλαιά Διαθήκη μσν. νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑξαήμερο(ν) ἡ… …

    Dictionary of Greek

  • 117εξημέρωση — η (AM ἐξημέρωσις) [εξημερώνω] 1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση τού αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν») 2. ο εκπολιτισμός …

    Dictionary of Greek

  • 118ετεροήμερος — ἑτεροήμερος, ον (Α) ετερήμερος, αυτός που γίνεται μέρα παρά μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ήμερος (< ημέρα), πρβλ. εφήμερος] …

    Dictionary of Greek

  • 119εφθήμερος — η, ο (Α ἑφθήμερος, ον) αυτός που διαρκεί επτά ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ημερος (< ἡμέρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 120ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek